μυδροβολώ

μυδροβολώ
-έω
βάλλω με μυδραλιοβόλο, πολυβολώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύδρος + -βολώ (< -βόλος < βάλλω). Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μυδροβόληση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μυδροβολώ, βολή με μυδραλιοβόλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυδροβολώ, απόδοση τού γαλλ. mitraillement. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”